ναρθηκοειδής

ναρθηκοειδής
ναρθηκο-ειδής, ές,
A like the νάρθηξ, Dsc.3.81.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ναρθηκοειδής — ναρθηκοειδής, ές (Α) (για φυτά) όμοιος με νάρθηκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκοειδῆ — ναρθηκοειδής like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ναρθηκοειδής like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ναρθηκοειδής like the masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκοειδές — ναρθηκοειδής like the masc/fem voc sg ναρθηκοειδής like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναρθηκοειδοῦς — ναρθηκοειδής like the masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάρθηκας — Η μεγάλη στοά στη δυτική πλευρά του χριστιανικού ναού, που εκτείνεται σε ολόκληρο το πλάτος του. Στον ανατολικό τοίχο του ν. υπάρχουν οι τρεις μεγάλες βασιλικές πύλες του ναού, ενώ η δυτική πλευρά του παραμένει συνήθως ανοιχτή. Σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • ναρθηκώδης — ναρθηκώδης, ῶδες (ΑΜ) [νάρθηξ] όμοιος με νάρθηκα, ναρθηκοειδής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”